- εφέλκω
- (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω)σύρω, τραβώ προς το μέρος μουαρχ.1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.)3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.)4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) σέρνω τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», Ομ. Ιλ.)5. σύρω, τραβώ μαζί μου, παρασύρω («ἐφέλκων ἄλλην αἴσθησιν μετὰ τοῡ λογισμοῡ», Πλάτ.)6. μέσ. ἐφέλκομαιπαρασύρομαι7. αποτελειώνω ποτό, κατεβάζω μονορούφι («καὶ μὴν ἐφέλκω καὶ ποτῆρ' ἀσκοῡ μέτα», Ευρ.)8. (για χρόνο) αναβάλλω, παρατραβώ («ἐφελκῡσαι πλείους ἡμέρας», Θεόφρ.)9. (γ' πρόσ. παθ.) ἐφέλκεται(για πληρωμές) καθυστερείται10. (ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) τὰ ἐφελκόμενατα καθυστερούμενα11. (αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) οἱ ἐπελκόμενοι(στον στρατό) οι στρατιώτες που αποσπώνται από την ομάδα και μένουν πίσω, οι βραδυπορούντες («τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον», Ηρόδ.)12. φρ. «ἐπελκομένη προθυμία» — η καθυστερημένη, η αργοπορημένη προθυμία13. παθ. παρασύρομαι («μηδέ... τούτῳ ἐφέλκεσθαι», Θουκ.)14. (μέσ. ως ενεργ.) α) σύρω («χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται [τὸν πόδα]», Πλάτ.)β) σύρω προς το μέρος μου, προσελκύω («ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος», Ομ. Οδ.)γ) (για πράγματα) τραβώ, φέρνω προς το μέρος μου («τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι», Λουκιαν.)15. φρ. «ἐφέλκομαι τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι16. μέσ. α) μτφ. συνεπάγομαι κακά, επιφέρω δυσάρεστα αποτελέσματα («ἐφέλκεται κινδύνους», Ισοκρ.)β) αξιώνω κάτι για τον εαυτό μου, θεωρώ δικό μου, οικειοποιούμαι («ἐφέλκεται ἀλλότριον κάλλος», Πλάτ.)γ) σύρω κάποιον πίσω μου ως κατώτερο, υπερτερώδ) γραμμ. έλκω, τραβώ στο τέλος τής λέξεως, τίθεμαι ως επίθημα («τὸ νῡ δι' εὐφωνίαν ἐφέλκεται», Δημήτρ.)17. φρ. «ἐφέλκομαι ἄσθμα» — παίρνω βαθιά αναπνοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκω].
Dictionary of Greek. 2013.